διοικεῖ — διοικέω keep house pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διοικέω keep house pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διοικέω keep house pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διοικέω keep house pres ind act 3rd sg (attic epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγασικλής — Όνομαιστορικών προσώπων. 1. Α. ή Ηγησικλής, βασιλιάς της Σπάρτης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αρχίδαμο το 600 ή 590 π.Χ. και έκανε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τεγεάτες. Στη συλλογή λακωνικών αποφθεγμάτων, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, υπάρχουν… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ταρταρούχος — ον, Α (για θεό) αυτός που διοικεί τον Τάρταρο, τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + οῦχος*] … Dictionary of Greek
βιλαέτι — Την εποχή της τουρκοκρατίας, β. ονομαζόταν η επαρχία. Ο βαλής, όπως λεγόταν ο διοικητής του β., είχε μεγάλες δικαιοδοσίες. Στην πρωτεύουσα των β. έδρευε γενικό συμβούλιο, που συνεδρίαζε μία φορά τον χρόνο επί σαράντα ημέρες. Οποιαδήποτε απόπειρα… … Dictionary of Greek
δικτάτορας — και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, ωρος και ορος) νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες 2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες 3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του… … Dictionary of Greek
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… … Dictionary of Greek
διοικητικός — ή, ό (AM διοικητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση ή στον διοικητή 2. ο ικανός, κατάλληλος να διοικεί νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. το διοικητικό η διοικητική ικανότητα II. (φρ) 1. «διοικητικές διαφορές» διαφορές ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek